-
1 ἀντίστροφος
ἀντίστροφ-ος, ον,A turned so as to face one another: hence, correlative, co-ordinate, counterpart, Pl.Tht. 158c, etc.; τινί to a thing, Id.Grg. 464b, R. 605a;ἡ ῥητορική ἐστιν ἀ. τῇ διαλεκτικῇ Arist.Rh. 1354a1
, Pol. 1293a33, etc.;ἰατρικὴ ἀ. δικαιοσύνῃ Aristid.2.37
J.; also τινός the correlative or counterpart of.., Pl.R. 530d, Grg. 465d, Isoc.5.61, etc.;ἀ... ὥσπερ Arist.Pol. 1292b7
. Adv. - φως in a manner corresponding, ; being the counterpart of..,Arist.
PA 661a27; συμβαίνει δ' ἀντιστρόφως the result follows by a reversible proof, Id.Ph. 265b8.2 in Logic, converse,λόγος Phld.Rh.1.179S.
Adv.- φως Id.Sign.6
: also in Math., converse,θεώρημα Papp.970.20
;τὰ ἀ.
the converse proposition,Apollon.Perg.
Con. 4.55. Adv. - φως conversely, ib.1.38, Max.Tyr.34.4.3 contrary, opposed,τινός D.Chr.4.87
;πρός τι Luc.Merc.Cond.31
. Adv.- φως
in the opposite way,Phld.
Lib.p.31O., Ps.-Luc.Philopatr.18.III ἐξ ἀντιστρόφου by an inverted construction (cf.ἀντιστροφή 11.2
), Hdn.Fig. p.102S.IV in lyrics, antistrophic, Arist.Pr. 918b27, etc.: esp. Subst. ἀντίστροφος (sc. ᾠδή), ἡ, antistrophe, Id.Rh. 1409a26, D.H, Comp.19, etc.; also of members in a rhet. period, ἐν στροφῇ καὶ ἀντιστρόφῳ Hermog.Id.1.11.V f.l. for ἀμφίστροφος, wheeling both ways, A.Supp. 882codd.VII ἀντίστροφος, ἡ, = ἀπόστροφος Sch.Ar.Pl.3.2 ἀντίστροφοι, name for the two upper ribs, Poll.2.182.VIII Adv. - φως crosswise,τὰς χεῖρας ἀλλήλαις ἐπιβάλλειν Gal.UP5.14
; inversely, Herod.Med. ap. Orib.10.5.4, cf. Diogenian.3.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίστροφος
См. также в других словарях:
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Θερμοχημεία ή χημική θερμοδυναμική — Τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ της χημικής και της θερμικής ενέργειας κατά τις χημικές αντιδράσεις. Οι σχέσεις αυτές βασίζονται στους νόμους της διατήρησης της ενέργειας, η οποία στηρίζεται στη γενική υπόθεση ότι η… … Dictionary of Greek
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
αλληλεπίδραση — Αμοιβαία δράση η οποία ασκείται μεταξύ σωμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Από μακροσκοπική άποψη τέτοιες δράσεις εμφανίζονται με μορφή δυνάμεων που ασκούνται με ομογενή φυσικά χαρακτηριστικά (μάζες, φορτία). Σε ατομική κλίμακα συμβαίνουν α.… … Dictionary of Greek
αναδάσωση — Αποκατάσταση της δασικής βλάστησης που έχει περιοριστεί ή καταστραφεί από διάφορες αιτίες, όπως είναι η υπερβολική και αλόγιστη αποψίλωση, οι πυρκαγιές, οι κατολισθήσεις εδαφών, οι επιδρομές παρασίτων κλπ. Η α. αποτελεί πρόβλημα ζωτικού… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek